Γονείς που υποφέρουν από άγχος
Μια γυναίκα η οποία δεν θέλει να οδηγεί για μεγάλες αποστάσεις επειδή παθαίνει κρίσεις πανικού μέσα στο αυτοκίνητο. Μια άλλη γυναίκα που δεν μπορεί να πάει στην εκκλησία επειδή φοβάται τους κλειστούς χώρους. Ένας άνδρας που φοβάται τις μολύνσεις τόσο έντονα που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις δημόσιες τουαλέτες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν δύο κοινά πράγματα: έχουν μια αγχώδη διαταραχή και είναι επίσης γονείς.
Ο καθένας από αυτούς τους γονείς ζήτησε βοήθεια επειδή πάλευε με το άγχος, και ήθελε να εμποδίσει τα παιδιά του να υποφέρουν με τον ίδιο τρόπο. Τα παιδιά των αγχωμένων γονιών έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν την διαταραχή.
Μελέτες για το άγχος
Ως μέρος μιας μελέτες, ψυχίατροι στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins εξέτασαν την θεραπευτική οικογενειακή παρέμβαση για ένα χρόνο σε 136 οικογένειες με τουλάχιστον έναν γονέα με άγχος και τουλάχιστον με ένα παιδί στην ηλικία των 6 και 13 ετών. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως μόνο το 9% των παιδιών που συμμετείχαν στην άμεση οικογενειακή θεραπευτική παρέμβαση εμφάνισαν άγχος έναν χρόνο μετά, συγκριτικά με το 21% σε μια ομάδα που λάμβανε γραπτές οδηγίες, και το 31% στην ομάδα που δεν έλαβε καμιά θεραπεία ή γραπτή οδηγία. Η μελέτη κατέληξε στο ότι αυτό το αποτέλεσμα υπογραμμίζει την ευαισθησία των απογόνων των αγχωμένων γονέων.
Το άγχος τείνει να λειτουργεί μέσα σε οικογένειες, με το 50% των παιδιών των αγχωμένων γονέων να μεγαλώνουν και να γίνονται επίσης αγχώδη όπως οι γονείς τους. Μέχρι τώρα, τα προγράμματα πρόληψης άγχους διεξάγονται ευρέως στα σχολεία με μόνο μέτρια επιτυχία.
Για ένα αγχωμένο παιδί, η συνάντηση με νέους συνομήλικους μπορεί να το κάνει να παραλύσει. Η δοκιμή ενός άγνωστου φαγητού ίσως του δημιουργήσει ανησυχία για δηλητηρίαση. Για να αντιμετωπίσουν το εξουθενωτικό άγχος αυτού του είδους, τα παιδιά αρχίζουν να αποφεύγουν οτιδήποτε τους προκαλεί αισθήματα άγχους. Εάν φοβούνται το σκοτάδι, ίσως επιμένουν να κοιμούνται με όλα τα φώτα ανοιχτά. Εάν φοβούνται την αποτυχία, δεν θέλουν να δοκιμάσουν νέα πράγματα. Σε ακραίες περιπτώσεις, αρνούνται ακόμη και να αφήσουν το σπίτι.
"Η ανησυχία και ο φόβος είναι προστατευτικά και προσαρμοστικά" λένε οι ερευνητές. "Αλλά στα αγχωμένα παιδιά ίσως να μην είναι, επειδή αυτά τα παιδιά σκέφτονται τον κίνδυνο και την απειλή όταν πραγματικά δεν είναι μόνο ένα".
Η έμφυτη ιδιοσυγκρασία και οι εμπειρίες της ζωής παίζουν ρόλο. Όσο πιο αρνητικές εμπειρίες έχει βιώσει ένα άτομο μεγαλώνοντας, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να παλεύει με το άγχος σαν ενήλικας. Αλλά υπάρχει επίσης ένα στοιχείο του άγχους που μαθαίνεται ,δηλαδή διδάσκεται κατά λάθος από τους γονείς αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς.
Οι περισσότεροι από τους γονείς που συμμετείχαν στην μελέτη ως παιδιά πάλευαν στο σχολείο και δεν το είπαν ποτέ σε κανέναν. Δεν σήκωναν το χέρι τους, ή αρρώσταιναν πριν τις εξετάσεις. Δυσκολεύονταν να κάνουν φιλίες. Σαν ενήλικες, το άγχος περιόριζε τις δραστηριότητές τους και μερικές φορές και κάποια μέλη της οικογένειάς τους, και κινητοποιήθηκαν για να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αποφύγουν το ίδιο.
Στην μελέτη, κάποιες από τις οικογένειες συμμετείχαν σε οχτώ, πολύωρες συνεδρίες με εκπαιδευμένο θεραπευτή για πάνω από δύο μήνες. Σε άλλους δίνονταν απλά ένα φυλλάδιο με πληροφορίες σχετικά με τις αγχώδεις διαταραχές και τις θεραπείες. Ακόμη, κάποιοι άλλοι δεν έλαβαν τίποτα από όλα αυτά.
Οι οικογένειες που συμμετείχαν στην θεραπεία ήταν δύσκολο να αναγνωρίσουν τα σημάδια του άγχους και πώς να τα ελαττώσουν. Έκαναν εξάσκηση στις ικανότητες για την επίλυση προβλημάτων, και έκαναν ασφαλή ανοίγματα σε οτιδήποτε προκαλούσε άγχος στα παιδιά τους.
Ένας από τους τρόπους μείωσης του άγχους είναι ο πραγματικός έλεγχος –του να μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε πότε ένας φόβος είναι υγιής και αξίζει να του δώσουμε προσοχή (πχ ένας σκύλος που γαβγίζει) ή μη υγιής (για παράδειγμα, η υποψία ότι η τούρτα των γενεθλίων μπορεί να είναι δηλητηριασμένη).
"Διδάσκουμε στα παιδιά πώς να αναγνωρίζουν τις τρομακτικές σκέψεις, και πως να τις αλλάξουν". Για παράδειγμα, εάν ένα παιδί φοβάται τις γάτες και συναντήσει μία στο δρόμο, το παιδί μπορεί να αναγνωρίσει πρώτα την τρομακτική σκέψη: "Αυτή η γάτα θα μου επιτεθεί." Στη συνέχεια το παιδί μπορεί να εξετάσει αυτή την σκέψη– είναι πιθανό αυτή η γάτα να μου επιτεθεί; Όχι, η γάτα δεν μοιάζει θυμωμένη. Τρίβει τα δόντια της ή γουργουρίζει, απλά κάθεται εκεί. ΕΝΤΑΞΕΙ, μπορώ να προσπεράσω την γάτα και δεν θα μου κάνει τίποτα.
Γενικά, τα παιδιά που συμμετείχαν στην παρέμβαση είχαν λιγότερο άγχος συνολικά από ότι τα παιδιά που δεν συμμετείχαν στην παρέμβαση με τις οικογένειές τους. Οι ερευνητές καταλήγουν, "Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρειάζεται να αλλάξουμε το μοντέλο αντιμετώπισης της ψυχικής υγείας. Να πηγαίνουμε συστηματικά στον θεραπευτή όπως για παράδειγμα στον οδοντίατρο, κάθε έξι μήνες."