Bespar και Xanax
Τι είναι το Bespar και τι το Xanax;
Το Bespar (βουσπιρόνη) χρησιμοποιείται για την μακροχρόνια θεραπεία του υπερβολικού άγχους. Ο μηχανισμός δράσης της δεν είναι ξεκάθαρος αλλά περιλαμβάνει επιδράσεις στους νευροδιαβιβαστές σεροτονίνη και ντοπαμίνη. Η βουσπιρόνη λειτουργεί διεγείροντας τους υποδοχείς 1Α της σεροτονίνης στα νευρικά κύτταρα, και έτσι να αλλάζει τα χημικά μηνύματα που λαμβάνουν τα νεύρα. Σε αντίθεση με την φαρμακευτική αγωγή με βενζοδιαζεπίνες για το άγχος, η βουσπιρόνη δεν προκαλεί εθισμό.
Το Xanax (αλπραζολάμη) είναι και αυτό ένα αγχολυτικό φάρμακο που ανήκει στην οικογένεια των βενζοδιαζεπινών, την ίδια κατηγορία που περιλαμβάνει την διαζεπάμη (Stedon), την κλοναζεπάμη (Clonotril), την λοραζεπάμη (Tavor), και την βρομαζεπάμη (Lexotanil). Το Xanax και οι άλλες βενζοδιαζεπίνες δρουν ενισχύοντας τη δράση του νευροδιαβιβαστή γ-αμινοβουτυρικό οξύ (GABA) στον εγκέφαλο. Το γ-αμινοβουτυρικό οξύ αναστέλλει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου. Πιστεύεται ότι η αυξημένη δραστηριότητα του γ-αμινοβουτυρικού οξέος στον εγκέφαλο μπορεί να προκαλέσει άγχος ή άλλες ψυχικές διαταραχές.
Ποιες είναι οι παρενέργειες του Bespar και του Xanax;
Bespar - παρενέργειες
Οι πιο συχνές παρενέργειες που συνδέονται με το Bespar είναι:
- Ζαλάδα
- Ναυτία
- Πονοκέφαλος, νευρικότητα
- Ενθουσιασμός
- Αϋπνία
Άλλες σημαντικές αλλά λιγότερο συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν:
- Ασταθές βάδισμα
- Διάρροια
- Αδυναμία
- Εχθρότητα
- Δερματικό εξάνθημα
- Τρέμουλο
Xanax - παρενέργειες
Οι πιο συχνές παρενέργειες του Xanax, όταν λαμβάνεται σε χαμηλές δόσεις είναι:
- Ζαλάδα
- Κόπωση
Άλλες παρενέργειες περιλαμβάνουν:
- Προβλήματα μνήμης
- Προβλήματα στην ομιλία
- Δυσκοιλιότητα
- Αλλαγές στο βάρος
- Εξάρτηση
Η εξάρτηση είναι πολύ πιθανό να συμβεί όταν λαμβάνονται υψηλές δόσεις του φαρμάκου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η απότομη διακοπή της αλπραζολάμης μετά από μακροχρόνια χρήση μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα στέρησης όπως:
- Αϋπνία
- Πονοκέφαλοι
- Ναυτία
- Εμετός
- Εφίδρωση
- Ανησυχία
- Κόπωση
Οι επιληπτικές κρίσεις μπορεί να συμβούν σε πιο σοβαρές περιπτώσεις στέρησης. Κατά συνέπεια, οι ασθενείς που λαμβάνουν αλπραζολάμη για μεγάλο χρονικό διάστημα πρέπει αργά να μειώνουν το φάρμακο κάτω από ιατρική παρακολούθηση και όχι να σταματούν απότομα τη λήψη του.
Ποια είναι η δοσολογία για το Bespar και το Xanax;
Οι πληροφορίες που παρατίθενται εδώ είναι για ενημερωτικούς σκοπούς. Τα φάρμακα πρέπει πάντα να λαμβάνονται σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα ψυχιάτρου.
Bespar
Η συνήθης δοσολογία για τους ενήλικες είναι 10-15mg την ημέρα σε 2 ή 3 δόσεις. Η δόση μπορεί να αυξηθεί κατά 5mg κάθε 2-4 ημέρες μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη δόση για τον ασθενή.
Η μέγιστη δόση για τους ενήλικες είναι 60 mg ημερησίως, αλλά οι περισσότεροι ασθενείς ανταποκρίνονται στα 15-30 mg ημερησίως.
Αν και το φαγητό αυξάνει την αφομοίωση της βουσπιρόνης, η σημασία αυτής της επίδρασης δεν είναι ξεκάθαρη. Η βουσπιρόνη μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς φαγητό αλλά κατά προτίμηση σε σταθερή βάση.
Xanax
Η δοσολογία με την οποία ξεκινά η θεραπεία για το άγχος είναι Xanax 0,25-0,5 mg 3-4 φορές την ημέρα σε δισκία άμεσης απελευθέρωσης. Η δόση μπορεί να αυξηθεί κάθε 3-4 ημέρες με μια μέγιστη δόση 4mg ημερησίως.
Η τυπική αρχική δοσολογία του Xanax για τις κρίσεις πανικού είναι 0,5mg επί 3 φόρες την ημέρα. Η δόση μπορεί να αυξηθεί κάθε 3-4 ημέρες αλλά όχι περισσότερο από 1mg την ημέρα.
Η αποτελεσματική δοσολογία για την πρόληψη των κρίσεων πανικού ίσως να φτάνει τα 10mg ημερησίως για κάποιους ασθενείς. Η αρχική δόση όταν χρησιμοποιούνται δισκία άμεσης απελευθέρωσης για τη θεραπεία της διαταραχής πανικού είναι 0,5 mg μια φορά την ημέρα και ο μέσος όρος της δόσης είναι 3-6mg μια φορά την ημέρα.
Η αλπραζολάμη μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς φαγητό.
Ποια φάρμακα αλληλεπιδρούν με το Bespar και το Xanax;
Το Bespar μπορεί να αλληλεπιδράσει με αντικαταθλιπτικά MAOIs, όπως η ισοκαρβοξαζίδη, η φενελζίνη, η τρανυλκυπρομίνη, και η προκαρβαζίνη που χορηγούνται για άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Η χρήση της βουσπιρόνης με αυτά τα φάρμακα μπορεί να προκαλέσει αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Παρόμοια αντίδραση μπορεί να προκαλέσει η χρήση της βουσπιρόνης όταν συνδυάζεται με λινεζολίδη, ένα αντιβιοτικό της κατηγορίας των MAOIs. Ο συνδυασμός της βουσπιρόνης και της τραζοδόνης (Trittico), ενός αντικαταθλιπτικού, μπορεί να προκαλέσει ανωμαλία στα ηπατικά ένζυμα στο αίμα.
Ο συνδυασμός της βουσπιρόνης και της βαρφαρίνης (Warfarin), ενός αντιπηκτικού παράγοντα, ίσως να εντείνει τις επιδράσεις της βαρφαρίνης και να αυξάνει τον κίνδυνο για αιμορραγία. Οι ασθενείς που λαμβάνουν βουσπιρόνη δεν πρέπει να πίνουν χυμό από γκρέιπφρουτ, καθώς ο συγκεκριμένος χυμός (ακόμη και μετά τη λήψη μιας δόσης βουσπιρόνης) μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα της βουσπιρόνης στο αίμα, και αυτό να οδηγήσει σε παρενέργειες.
Ο μεταβολισμός και η απομάκρυνση της βουσπιρόνης γίνεται από τα ηπατικά ένζυμα. Τα φάρμακα (για παράδειγμα η ερυθρομυκίνη, ιτρακοναζόλη (Sporanox), νεφαζοδόνη που αναστέλλουν τα ένζυμα του ήπατος αυξάνουν τη συγκέντρωση της βουσπιρόνης στο αίμα, και τα φάρμακα (για παράδειγμα η ριφαμπικίνη) που ενισχύουν τη λειτουργία αυτών των ενζύμων μειώνουν τη συγκέντρωση της βουσπιρόνης στο αίμα. Τα αυξημένα επίπεδα της βουσπιρόνης στο αίμα αυξάνουν τις παρενέργειες ενώ τα μειωμένα επίπεδα μειώνουν την αποτελεσματικότητα.
Xanax
Η κετοκοναζόλη, η ιτρακοναζόλη (Sporanox), η νεφαζοδόνη, η σιμετιδίνη (Tagamet), και η φλουβοξαμίνη (Dumyrox) αυξάνουν τη συγκέντρωση της αλπραζολάμης και επομένως μπορεί να αυξήσουν τις παρενέργειές της.
Το Xanax (αλπραζολάμη) αλληλεπιδρά με το αλκοόλ και τα φάρμακα (για παράδειγμα, τα βαρβιτουρικά και τα υπνωτικά) που καταστέλλουν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και έτσι προκαλείται εξάρτηση.
Η καρβαμαζεπίνη και η ριφαμπικίνη μειώνουν τις παρενέργειες της αλπραζολάμης αυξάνοντας τον μεταβολισμό και την απομάκρυνση της αλπραζολάμης στο ήπαρ.
Είναι ασφαλής η λήψη του Bespar και του Xanax στην εγκυμοσύνη και στο θηλασμό;
Bespar
Δεν υπάρχουν επαρκείς μελέτες για την βουσπιρόνη σε εγκυμονούσες. Δεν είναι γνωστό αν η βουσπιρόνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Επειδή η βουσπιρόνη έχει ανιχνευθεί στο μητρικό γάλα σε ζώα, δεν πρέπει να λαμβάνεται από γυναίκες που θηλάζουν.
Xanax
Οι βενζοδιαζεπίνες, όπως η αλπραζολάμη, μπορεί να προκαλέσουν ανωμαλίες στο έμβρυο (όπως και τα αντικαταθλιπτικά στην εγκυμοσύνη) και η σύσταση είναι να μην λαμβάνονται από εγκύους. Η αλπραζολάμη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα και μπορεί να επηρεάσει το μωρό. Για αυτό δεν πρέπει να λαμβάνεται από γυναίκες που θηλάζουν.
Συμπέρασμα, Bespar έναντι Xanax
Το Bespar και το Xanax (αλπραζολάμη) χρησιμοποιούνται για την θεραπεία του άγχους και επικουρικά στην κατάθλιψη. Το Xanax είναι ένα αγχολυτικό της οικογένειας των βενζοδιαζεπινών, ενώ το Bespar επιδρά στη σεροτονίνη. Το Xanax είναι εθιστικό και η απότομη διακοπή του XANAX μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα απόσυρσης (στέρησης) και παρενέργειες:
- Το Xanax ανήκει στην κατηγορία των βενζοδιαζεπινών, ενώ η βουσπιρόνη δεν έχει χημική συγγένεια με τις βενζοδιαζεπίνες και δρα με τελείως διαφορετικό τρόπο από τα υπόλοιπα αγχολυτικά.
- Η βουσπιρόνη (Bespar) είναι διαθέσιμο ως γενόσημο φάρμακο.
- Οι παρενέργειες της βουσπιρόνης και του Xanax είναι διαφορετικές.
- Οι παρενέργειες της βουσπιρόνης περιλαμβάνουν ζαλάδα, πονοκεφάλους, νευρικότητα, λιποθυμικές τάσεις, αναστάτωση και αϋπνία.
- Οι παρενέργειες του Xanax περιλαμβάνουν ζαλάδα, κόπωση, προβλήματα μνήμης, προβλήματα στην ομιλία, δυσκοιλιότητα και αλλαγές στο βάρος.
- Η βουσπιρόνη και το Xanax μπορεί να αλληλεπιδράσουν με ιτρακοναζόλη, νεφαζοδόνη και ριφαμπικίνη.
- Η βουσπιρόνη μπορεί να αλληλεπιδράσει με τους αναστολείς της μονοαμινικής οξειδάσης (ΜΑΟIs) , την τραζοδόνη, την βαρφαρίνη, το χυμό του γκρέιπφρουτ και την ερυθρομυκίνη.
- Το Xanax μπορεί να αλληλεπιδράσει με την κετοκοναζόλη, την σιμετιδίνη, την φλουβοξαμίνη, το αλκοόλ και φάρμακα που προάγουν τον ύπνο (όπως τα βαρβιτουρικά και τα υπνωτικά) και την καρβαμαζεπίνη.
- Η απότομη διακοπή του Xanax μετά από μακροχρόνια χρήση μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα στέρησης όπως η αϋπνία, οι πονοκέφαλοι, η ναυτία, ο εμετός, η ζαλάδα, η εφίδρωση, η ανησυχία και η κόπωση.
Άλλες μέθοδοι για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης και του άγχους
Ψυχοθεραπεία: με την ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη αποτελεσματικά και μόνιμα, διερευνώντας και αντιμετωπίζοντας τα πραγματικά αίτια της κατάθλιψης και όχι απλά τα συμπτώματα.
EMDR: Το EMDR είναι μια ειδική ψυχοθεραπευτική τεχνική που επιτρέπει τη γρήγορη και αποτελεσματική αντιμετώπιση δύσκολων/τραυματικών βιωμάτων (όπως πένθος, χωρισμοί, ατυχήματα, κα) που μπορεί να αποτελούν τη ρίζα της κατάθλιψης.
Ομοιοπαθητική και Βελονισμός: η ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ και ο ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΣ σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να δώσουν τη λύση. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν έχουν παρενέργειες, και μπορούν να συνδυαστούν με τη φαρμακευτική αγωγή όπου αυτό είναι αναγκαίο.