Διαμόρφωση της εικόνας του εαυτού
Πολλές φορές ως ψυχοθεραπευτής έρχομαι αντιμέτωπος με την “αντίσταση” των θεραπευόμενων στην ψυχοθεραπεία, και πιο συγκεκριμένα στην αντίσταση διαμόρφωσης μιας καλύτερης και πιο θετικής εικόνας για τον εαυτό τους. Γενικά οι άνθρωποι αγνοούν ότι οι ζωές τους ρυθμίζονται και ελέγχονται από την αρνητική εικόνα και την αρνητική συμπεριφορά που έχουν προς τον εαυτό τους και οι οποίες αποτελούν μέρος της ταυτότητάς τους. Αυτή η προσωρινή ταυτότητα καθορίζεται ουσιαστικά από τρία τμήματα: (1) τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε λεκτικά και συμπεριφορικά κάποιος σαν παιδί,(2) τη συνολική συναισθηματική επίδραση του περιβάλλοντος στην πρώιμη παιδική ηλικία και (3) τους αμυντικούς μηχανισμούς που δημιουργεί κάποιος για να προστατεύσει τον εαυτό του από τις καταστροφικές επιδράσεις.
Οι γονείς έχουν την τάση να αποδίδουν μια συγκεκριμένη και σταθερή ταυτότητα στα παιδιά τους, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να είναι ʺτο καλό παιδίʺ, ʺτο κακό παιδίʺ ή ʺτο έξυπνο παιδίʺ κλπ. Ένα άλλο παιδί μπορεί να είναι χαζό, αδέξιο, πεισματάρικο, τεμπέλικο, προκλητικό ή να του αποδίδονται πολλά άλλα αρνητικά ή θετικά χαρακτηριστικά. Δυστυχώς όμως, οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί υπερτερούν των θετικών επηρεάζοντας το μέλλον ενός παιδιού.
Η πραγματική πατρίδα μας, είναι η παιδική μας ηλικία.
Επιπρόσθετα, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα συναισθηματικά αρνητικό κλίμα (όπως όταν νιώθουν ότι δεν τα αγαπά κανείς, ότι δεν τα θέλει κανείς ή πως αποτελούν βάρος)αφομοιώνουν και ενδοβάλλουν την επικριτική στάση των γονιών ή των λοιπών φροντιστών απέναντι στον εαυτό τους. Για να μπορέσουν τα παιδιά να διαχειριστούν την απόρριψη, την απογοήτευση και το συναισθηματικό πόνο, αναπτύσσουν αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι γίνονται ένα κομμάτι της προσωπικότητάς τους.
Εφόσον σχηματιστεί αυτή η προσωρινή “ταυτότητα”, τα παιδιά συμπεριφέρονται ανάλογα, και έτσι συνεχώς την ενισχύουν. Και τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, καθώς είναι τα ίδια επικριτικά προς τον εαυτό τους, επειδή έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά και την “ταυτότητα”. Αυτές οι αρνητικές συμπεριφορές προς τον εαυτό συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή και αντιπροσωπεύονται από μια εσωτερική φωνή που κακοποιεί τον ίδιο τον εαυτό τους. Οι άνθρωποι αγνοούν σε μεγάλο βαθμό την έκταση και το βάθος αυτών των αυτοκαταστροφικών σκέψεων και των δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορών και πόσο ευαίσθητοι είναι σε αυτές. Τείνουν να αποδέχονται και να υπερασπίζονται αυτή την αρνητική τους ταυτότητα και σπάνια σκέφτονται να την αλλάξουν.
Σε διάφορα πειράματα έχει παρατηρηθεί ένα φαινόμενο που αποτυπώνει την επιμονή στην αρνητική ταυτότητα ακόμη και σε ʺφυσιολογικάʺ άτομα. Πολλά παιδιά και έφηβοι αφομοιώνουν την πεποίθηση ότι είναι “κακά”. Όταν μάλιστα ζητήθηκε από αυτά τα παιδιά να κάνουν δηλώσεις όπως ʺΕίμαι καλόςʺ ή ʺΜε αγαπούνʺ, πολλά ένιωσαν θλίψη. Ακόμη και οι ενήλικες που μένουν μακριά από τους γονείς τους ή είναι ανεξάρτητοι οικονομικά, ήταν αρχικά διστακτικοί να κάνουν θετικές δηλώσεις για τον εαυτό τους. Το συμπέρασμα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να ανεχθούν ένα βαθμό θετικής αναγνώρισης σε νοητικό επίπεδο, αλλά δυσκολεύονται να το βιώσουν σε συναισθηματικό επίπεδο. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Η παιδική ηλικία και η συμπεριφορά των γονιών μας καθορίζουν
Όταν οι άνθρωποι κάνουν μια θετική αλλαγή στην εικόνα τους, υποσυνείδητα τείνουν να αγχώνονται επειδή η αλλαγή σηματοδοτεί την απομάκρυνση από την εικόνα που είχαν σχηματίσει για τον εαυτό τους στην παιδική τους ηλικία. Αυτή η αλλαγή συμβολίζει τη ρήξη ενός φαντασιακού δεσμού, μια σύνδεση σε ένα φαντασιακό επίπεδο με τους γονείς ή τους φροντιστές, που οδηγεί σε συναισθήματα θλίψης, ενοχών και ανησυχίας. Ο φαντασιακός δεσμός είναι ο αρχικός αμυντικός μηχανισμός προς το συναισθηματικό πόνο και στην απογοήτευση που όλα τα παιδιά βιώνουν σε ένα βαθμό μεγαλώνοντας. Η ψευδαίσθηση συγχώνευσης με τους γονείς προσφέρει στο παιδί μια αίσθηση ασφάλειας και προστασίας, και εν μέρει καλύπτει τις σωματικές και συναισθηματικές ανάγκες.
Για να συντηρηθεί αυτή η φαντασιακή σύνδεση, τα παιδιά εξιδανικεύουν τους γονείς τους και απαξιώνουν τον εαυτό τους. Χρειάζεται να δουν τον εαυτό τους ως “κακό” ή αντιπαθή για να αμυνθούν ενάντια στην συνειδητοποίηση ότι οι γονείς είναι ανεπαρκείς. Η αναγνώριση οποιουδήποτε λάθους στους γονείς θα μπορούσε να καταστρέψει τη φαντασιακή σύνδεση και την προκύπτουσα ψευδαίσθηση της αυτάρκειας. Ενώ πολλοί είναι οι άνθρωποι που λένε ότι δεν έχουν θετική άποψη για τους γονείς τους ή την οικογένειά τους, έχουν ωστόσο εσωτερικεύσει τις καταστροφικές συμπεριφορές των γονιών τους προς τον ίδιο τους τον εαυτό, σαν κομμάτι της ταυτότητάς τους, και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ότι οι γονείς ήταν ανεπαρκείς ή αυτές οι συμπεριφορές λανθασμένες.
Όταν ένα παιδί μπλοκάρει συνειδητά την επίγνωση της αδυναμίας των γονέων και τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές τους, τις προβάλλει σε άλλους στο διαπροσωπικό κύκλο του. Οι άνθρωποι δημιουργούν το δικό τους κόσμο, έτσι όπως τον έχουν αντιληφθεί,έχουν δηλαδή μια κατασκευασμένη εικόνα της πραγματικότητας και του εαυτού τους. Αντιλαμβάνονται τους άλλους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους μέσα από ένα πρίσμα που επισκιάζεται από την ανάγκη τους να διατηρήσουν την αρνητική αντίληψη για τον εαυτό τους.
Όταν οι άνθρωποι προβάλλουν την αρνητική εικόνα των γονιών τους στους άλλους, αυτό έχει μια αρνητική επίδραση στο πως οι άλλοι τους αντιλαμβάνονται. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί προβλήματα σε μια στενή σχέση. Για παράδειγμα, η διαστρεβλωμένη αντίληψη ενός συντρόφου σε μια ρομαντική σχέση επηρεάζεται ισχυρά από τον καταστροφικό τρόπο σκέψης ή την επικριτική εσωτερική φωνή. Οι άνθρωποι προσδοκούν ή προβλέπουν την απόρριψη και διατηρούν αποστάσεις με δύο κύριους τρόπους: (1) διατηρώντας τον αρνητικό τρόπο σκέψης και τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό τους και (2) συνεχίζοντας να προβάλλουν διάφορα αρνητικά στοιχεία στους συντρόφους τους. Εξ ’αυτών γίνονται “επιθέσεις”τόσο στον εαυτό όσο και στους άλλους, οι οποίες οδηγούν στην απομόνωση.
Οι προσδιορισμοί που έχουμε λανθασμένα αποδεχθεί δεν αντιπροσωπεύουν το ποιοι πραγματικά είμαστε, αλλά αποτελούν μόνο μια ταμπέλα ή μια “ταυτότητα” που μας επιβλήθηκε όσο ήμασταν παιδιά. Αυτή η αρνητική εικόνα του εαυτού συνεχίζει να επηρεάζει την αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους στην υπόλοιπη ζωή μας.Τείνουμε να προκαλούμε τις συμπεριφορές που περιμένουμε (αυτό-εκπληρούμενη προφητεία) και έτσι να ενισχύουμε την ταυτότητα που έχουμε υιοθετήσει από την παιδική ηλικία. Λειτουργώντας με βάση την αναμενόμενη απόρριψη και εχθρότητα των άλλων στις νέες μας σχέσεις, προκαλούμε το θυμό και την απόρριψη, οι οποίες επαυξάνουν τις δικές μας αρνητικές συμπεριφορές. Έτσι καθιερώνεται ένας φαύλος κύκλος και ο δύσπιστος τρόπος σκέψης, σταδιακά γίνεται αδιαπέραστος στην αλλαγή. Έτσι συχνά καταλήγουμε να ξανά-δημιουργούμε το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε, αντί να προχωρήσουμε τη ζωή μας.
Η αρνητική εικόνα του εαυτού είναι πολύ ανθεκτική στην αλλαγή, επειδή κατά την ενηλικίωση, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ήδη ενσωματώσει μια κάπως σκληρή εικόνα του εαυτού τους, ένα ισχυρό φαντασιακό δεσμό με τους γονείς και έχει επιτευχθεί μια ψυχολογική ισορροπία με βάση την αρνητική εικόνα του εαυτού. Αισθάνονται, σε ένα βαθύ ασυνείδητο επίπεδο, ότι αν αλλάξουν αυτή την αρνητική -αλλά οικεία- εικόνα του εαυτού τους, ολόκληρος ο κόσμος όπως τον ήξεραν θα γκρεμιστεί και δεν θα ξέρουν ποιοι είναι.
Αντιμετώπιση της αρνητικής αυτοεικόνας με την Ψυχοθεραπεία
Η ψυχοθεραπεία βοηθά τους θεραπευόμενους να αναγνωρίσουν την αρνητική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους από την παιδική ηλικία, να δώσουν λόγια σε αυτή και να προσπαθήσουν να αλλάξουν τις συμπεριφορές που ασυνείδητα συμβάλλουν στη διατήρηση αυτής της αρνητικής εικόνας.
Υπάρχουν πέντε βασικά βήματα που βοηθούν τους ανθρώπους να διαχωρίσουν ή να διαφοροποιηθούν από την “εσωτερική φωνή”, που τους επιτίθεται και συμβάλει στη διατήρηση της αρνητικής εικόνας του εαυτού:
(1) η αποκάλυψη των καταστροφικών συμπεριφορών και των συναισθημάτων,
(2) η ανάπτυξη της συνειδητότητας σχετικά με την πηγή αυτών των επιθέσεων,
(3) η ανταπάντηση με μια δήλωση της συνειδητή δικής τους άποψης, που περιγράφει ποια είναι η πιο αντικειμενική και θετική προοπτική,
(4) η αναγνώριση της επίδρασης της “φωνής” στην τωρινή τους συμπεριφορά και
(5) ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εποικοδομητικών ενεργειών που αμφισβητούν και αντιμετωπίζουν την εσωτερίκευση της αρνητικής εικόνας του εαυτού.
Είναι απόλυτα κατανοητό το γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται την αλλαγή, την αβεβαιότητα και το άγνωστο. Χρειάζεται πολύ κουράγιο να ζει κάποιος χωρίς τις συνήθεις άμυνες και την βεβαιότητα ότι ξέρει πολύ καλά ποιος είναι, ακόμη και αν πρόκειται για αρνητικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, με την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική υποστήριξη οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν καλύτερα τον εαυτό τους,και να τον διαμορφώσουν όπως αυτοί θέλουν, αντί να αυτοπροσδιορίζονται με αρνητικούς όρους και ρόλους που τους αποδόθηκαν στην παιδική ηλικία.
Όταν οι άνθρωποι μπορέσουν να απελευθερωθούν από τους φαντασιακούς δεσμούς και να αλλάξουν τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον εαυτό τους, γίνονται πιο ελεύθεροι, μπορούν με πιο αποτελεσματικούς τρόπους να βρουν την ικανοποίηση στη ζωή και να επιδιώξουν τα όσα θέλουν, να θέσουν προτεραιότητες και στόχους. Όσο ενδίδουν στις παλιές συνήθειες, που βασίζονται στα αρνητικά χαρακτηριστικά των γονέων, θα βιώνουν αναπόφευκτα το άγχος, την μοναξιά και τα αδιέξοδα. Αξίζει λοιπόν να ασχοληθείτε με τον εαυτό σας επειδή αυτό θα σας βοηθήσει να ζήσετε μια ολοκληρωμένη και χαρούμενη ζωή.
Είναι σημαντικό να γνωρίζετε ότι με την κατάλληλη ψυχοθεραπεία και το EMDR οι άνθρωποι μπορούν να διορθώσουν όσα πιστεύουν για τον εαυτό τους και να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτονται και αισθάνονται, να μάθουν ποιοι είναι και πως λειτουργούν. Το μόνο που χρειάζεται είναι να το έχουν αποφασίσει!