Θεωρία Προσκόλλησης
Η θεωρία της προσκόλλησης ("attachment theory" του John Bowlby) δεν είναι μια θεραπευτική προσέγγιση από μόνη της, αλλά θέτει ένα πλαίσιο για την θεωρία, την έρευνα και την ψυχοθεραπεία στην πράξη. Η θεωρία της προσκόλλησης είναι μια ουσιαστική εξήγηση για τις συναισθηματικές ανάγκες των μικρών παιδιών και των μωρών. Βοηθά στην κατανόηση των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας και τι σημαίνει να είναι ένας γονέας καλός.
Η θεωρία της προσκόλλησης επικεντρώνεται στις σχέσεις και στο δεσμό μεταξύ των ανθρώπων, ειδικά στις μακροχρόνιες σχέσεις περιλαμβανομένων αυτών μεταξύ ενός γονέα και ενός παιδιού και μεταξύ των συντρόφων. Στον πυρήνα αυτής της θεωρίας είναι ότι οι πρώιμες σχέσεις επηρεάζουν όλες τις μεταγενέστερες σχέσεις, και την ψυχική μας υγεία ως έφηβοι και ενήλικες. Με βάση τη θεωρία της σύνδεσης, πολύ συχνά μπορεί να εξηγηθεί η χαμηλή αυτοεκτίμηση, θέματα με εθισμούς ή μόνιμα συναισθήματα άγχους ή κατάθλιψης.
Πέρα από όλα τα άλλα τα παιδιά χρειάζονται προστασία και ασφάλεια. Αν αυτά δεν πληρούνται, δημιουργούνται βαθιές συναισθηματικές πληγές που μπορεί να εκδηλωθούν αργότερα στη ζωή με πολλούς τρόπους.
Τι είναι η προσκόλληση;
Η προσκόλληση αφορά το συναισθηματικό δέσιμο με ένα άλλο άτομο.
Η κεντρική ιδέα της θεωρίας της προσκόλλησης είναι ότι οι φροντιστές της παιδικής ηλικίας που είναι διαθέσιμοι και ανταποκρίνονται στις ανάγκες του παιδιού, επιτρέπουν σε αυτό να αναπτύξει την αίσθηση της ασφάλειας. Το παιδί γνωρίζει ότι εξαρτάται από τον φροντιστή, πράγμα που δημιουργεί μια ασφαλή βάση για το παιδί για να μπορέσει να εξερευνήσει τον κόσμο.
Οι δεσμοί που αναπτύσσονται κατά την παιδική μας ηλικία με τους ανθρώπους που μας φροντίζουν έχουν τεράστια επίδραση στην μετέπειτα ζωή μας. Η προσκόλληση εξυπηρετεί το δέσιμο μεταξύ βρέφους και μητέρας, έτσι ενισχύονται οι πιθανότητες για την επιβίωση του παιδιού.
Η σημασία της προσκόλλησης
Οι ερευνητές έχουν βρει ότι τα πρότυπα προσκόλλησης δημιουργούνται στην πρώιμη παιδική ηλικία και μπορεί να οδηγήσουν σε έναν αριθμό συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, τα παιδιά που έχουν αναπτύξει ασφαλή σύνδεση με τους γονείς τείνουν να αναπτύσσουν υψηλή αυτοεκτίμηση και καλύτερη αυτοπεποίθηση όσο μεγαλώνουν. Αυτά τα παιδιά επίσης τείνουν να είναι πιο ανεξάρτητα, να έχουν καλύτερη απόδοση στο σχολείο, να έχουν επιτυχημένες κοινωνικές σχέσεις και να νιώθουν λιγότερη κατάθλιψη και άγχος.
Οι άνθρωποι που έχουν ασφαλή προσκόλληση με τους φροντιστές τους ως μωρά και μικρά παιδιά, νιώθουν ικανοί να στηριχτούν σε άλλους και έχουν αίσθηση της αξίας τους. Εξελίσσονται σε ενήλικες που έχουν αυτοπεποίθηση, αντοχή, είναι ανεξάρτητοι και επιτυχημένοι. Έχουν πιο ευτυχισμένες και υγιείς σχέσεις. Τα παιδιά που δεν έχουν μια γονική φιγούρα, όπως αυτά που μεγαλώνουν στα ορφανοτροφεία, συνήθως αποτυγχάνουν να αναπτύξουν την αίσθηση της εμπιστοσύνης που είναι αναγκαία για τη δημιουργία ασφαλούς σύνδεσης. Όταν οι φροντιστές ανταποκρίνονται γρήγορα και με συνέπεια στις ανάγκες των παιδιών, τα παιδιά μαθαίνουν ότι μπορούν να εξαρτώνται από ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για τη φροντίδα τους, πράγμα που είναι θεμελιώδες για τη σύνδεση και το αίσθημα ασφάλειας.
Προβλήματα προσκόλλησης
Τι συμβαίνει όμως με τα παιδιά που δεν έχουν αναπτύξει ασφαλή προσκόλληση με τους φροντιστές τους; Οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν ασφαλείς συνδέσεις στην πρώιμη ζωή τους είναι αποδέκτες αρνητικών συνεπειών στην παιδική και στην ενήλικη ζωή τους. Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους, από θέματα εθισμού, προβληματικών σχέσεων και έλλειψη αντοχής.
Ωστόσο τα προβλήματα της φτωχής προσκόλλησης στην παιδική ηλικία μπορεί να μετριαστούν με την ψυχοθεραπεία, αν και χρειάζεται χρόνος για να γίνει αυτό. Ο στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να επεξεργαστείτε το ασυνείδητο. Οι μορφές ψυχοθεραπείας που χρησιμοποιούνται εξαρτώνται από τις ανάγκες του θεραπευόμενου, καθώς ο καθένας είναι ξεχωριστός.